ενορατικός

ενορατικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ενόραση (βλ. λ.): Η εκκλησία του μέλλοντος είναι η μυστική και ενορατική εκκλησία των μοναχών (Ζ. Παπαντωνίου).
2. (για πρόσωπα), που έχει την ικανότητα της ενόρασης, ο διαισθητικός: Τα μέντιουμ είναι και ενορατικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενορατικός — ή, ό [ενορώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενόραση («ενορατικά φαινόμενα») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την ικανότητα τής ενόρασης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”